προς-ελαύνω

  • 11κεραυνός — Ακαριαία, ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ νέφους και εδάφους, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου στον συγκεκριμένο χώρο της ατμόσφαιρας. Αν η εκκένωση συμβεί μεταξύ δύο νεφών ή στο εσωτερικό ενός νέφους, η εκκένωση αυτή καλείται… …

    Dictionary of Greek

  • 12τάφρος — Μακρουλό άνοιγμα μέσα στο έδαφος που δεν είναι σκεπασμένο. Οι τ. κατασκευάζονται για διάφορους σκοπούς και ανάλογα με τον προορισμό τους παίρνουν και το όνομά τους. τ. ερευνητικές. Πολλές φορές, μετά την πρώτη αναγνώριση και διαπίστωση ότι κάποια …

    Dictionary of Greek

  • 13υπήλατος — ον, Α (για φάρμ.) αυτός που οδηγεί προς τα κάτω, υπαγωγός, καθαρτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ἐξ ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …

    Dictionary of Greek

  • 14υπελαύνω — Α (σχετικά με ίππο) οδηγώ προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + [ἐλαύνω «προχωρώ, οδηγώ, κινώ, πλέω»] …

    Dictionary of Greek