προς-εκ-λέγω
1προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… …
2λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …
3προσαντιλέγουσι — πρός , ἀντί λέγω 1 lay pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πρός , ἀντί λέγω 1 lay pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) πρός , ἀντί λέγω 2 pick up pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πρός , ἀντί λέγω …
4προσεκλέξαι — πρός , ἐκ λέγω 1 lay aor inf act προσεκλέξαῑ , πρός , ἐκ λέγω 1 lay aor opt act 3rd sg πρός , ἐκ λέγω 3 lay aor inf act προσεκλέξαῑ , πρός , ἐκ λέγω 3 lay aor opt act 3rd sg …
5προσεπιλέγει — πρός , ἐπί λέγω 1 lay pres ind mp 2nd sg πρός , ἐπί λέγω 1 lay pres ind act 3rd sg πρός , ἐπί λέγω 3 lay pres ind mp 2nd sg πρός , ἐπί λέγω 3 lay pres ind act 3rd sg πρόσ ἐπιλέγω say in connexion with pres ind mp 2nd sg πρόσ ἐπιλέγω say in… …
6προσεπιλέγοντα — πρός , ἐπί λέγω 1 lay pres part act neut nom/voc/acc pl πρός , ἐπί λέγω 1 lay pres part act masc acc sg πρός , ἐπί λέγω 3 lay pres part act neut nom/voc/acc pl πρός , ἐπί λέγω 3 lay pres part act masc acc sg πρόσ ἐπιλέγω say in connexion with… …
7προσεπέλεγον — πρός , ἐπί λέγω 1 lay imperf ind act 3rd pl πρός , ἐπί λέγω 1 lay imperf ind act 1st sg πρός , ἐπί λέγω 3 lay imperf ind act 3rd pl πρός , ἐπί λέγω 3 lay imperf ind act 1st sg πρόσ ἐπιλέγω say in connexion with imperf ind act 3rd pl πρόσ ἐπιλέγω… …
8προσεπίλεγε — πρός , ἐπί λέγω 1 lay pres imperat act 2nd sg πρός , ἐπί λέγω 1 lay imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) πρός , ἐπί λέγω 3 lay pres imperat act 2nd sg πρός , ἐπί λέγω 3 lay imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) πρόσ ἐπιλέγω say in connexion with …
9προσεπέλεγεν — πρός , ἐπί λέγω 1 lay aor ind pass 3rd pl (epic) πρός , ἐπί λέγω 1 lay imperf ind act 3rd sg πρός , ἐπί λέγω 3 lay imperf ind act 3rd sg πρόσ ἐπιλέγω say in connexion with imperf ind act 3rd sg …
10προσαναλεξάμενος — πρός , ἀνά ἀλέξω raáks̥ati aor part mid masc nom sg πρός , ἀνά λέγω 1 lay aor part mid masc nom sg πρός , ἀνά λέγω 3 lay aor part mid masc nom sg πρόσ ἀναλέγω pick up aor part mid masc nom sg …