προς-απ-ερῶ
1προσερρέθη — πρός , ἐν ἐρῶ verbum aor ind pass 3rd sg (ionic) …
2ἀντιπροσερρήθη — ἀντί , πρός , ἐν ἐρῶ verbum aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) ἀντί , πρός , ἐν ῥέομαι flow aor ind mp 3rd sg (homeric ionic) ἀντί , πρόσ ῥέομαι flow aor ind mp 3rd sg ἀντί προσερέω speak to aor ind pass 3rd sg …
3κατερώ — (I) κατερῶ, άω (Α) 1. χύνω έξω, εκχέω, μεταγγίζω (α. «κατερᾱν τὸν οἶνον», Πολυδ. β. «εἰς ἀγγεῑον κατερᾱν», Αγάθαρχ.) 2. μτφ. επιρρίπτω, καταλογίζω («δυσφημίαν κατήρασε τοῡ δικαστηρίου», Δημήτρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐρῶ «χύνω έξω»]. (II)… …
4αγαπώ — ( άω) (Α ἀγαπῶ) 1. αισθάνομαι στοργή, συμπάθεια ή φιλία για κάποιον 2. επιθυμώ, μού αρέσει κάτι 3. αγαπώ ερωτικά, ερωτεύομαι νεοελλ. 1. νιώθω ευχαρίστηση με κάτι, έχω κλίση σ’ αυτό 2. μέσ. αγαπιέμαι γίνομαι αξιαγάπητος αρχ. 1. εκλιπαρώ, ικετεύω,… …
5έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …
6Uncial 0171 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 0171 Text …
7SACER Ales — apud Virg. Aen. l. 11. v. 721. Quam facile Accipiter saxo sacer ales ab alto: Accipiter est Graece Ι῾έραξ; unde illi hoc nomen potius, quam a verbo ἵεςθαι, ut vult Eustathius in Od. Ο. Ι῾έραξ ἱεροῦται Η῾λίῳ Α᾿πόλλωνι διά τε τὸ ὀξὺ τῆς κινήςεως… …
8παρρησία — η, ΝΜΑ 1. η ελεύθερη έκφραση γνώμης, το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια («τἀληθῆ μετὰ παρρησίας ἐρῶ πρὸς ὑμᾱς», Δημοσθ.) 2. η ελευθερία τής προσέγγισης, το θάρρος τού χριστιανού να προσεγγίσει τον Θεό, να κοινωνήσει ή… …
9NOTHUS apud Athenienses dicebatur — qui matre cive natus non erat, iuxta legem: Νόθον εἶναι τὸν μὴ ἐξ ἀςτῆς γεγονότα, cuius meminit ἱςτορικῶν ὑπομνημάτων l. 3. Carystius. Unde qui ex peregrina, vel pellice generabantur, Nothi erant, soli vero illi legitimi habebantur filii, qui ἐκ… …
10ερωμένος — η, ο (Μ ἐρωμένος, η, ον(Α) ἐρώμενος, η, ον) βλ. ερώ (I). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερώμενος είναι μτχ. ενεστ. τού αρχ. ερώμαι*, ενώ ο τ. ερωμένος τονίστηκε αναλογικά προς το θηλ. ερωμένη] …
- 1
- 2