προς-έτι

  • 61κολωώ — κολῳῶ, άω, ιων. τ. έω (Α) μαλώνω φωνάζοντας, καβγαδιζω («θερσίτης δ ἔτι μοῦνος ἀμετροεπὴς ἐκολῴα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οτ. κολωῷ απαντά άπαξ στον Όμηρο στον τ. τού πρτ. ἐκολῴα. Πρόκειται για άλλο τ. τού κολοιῶ, που σχηματίστηκε με μετρική έκταση.… …

    Dictionary of Greek

  • 62κρονικός — κρονικός, ή, όν (Α) [Κρόνος] 1. κρόνιος* 2. μτφ. απαρχαιωμένος, παμπάλαιος («πρὸς δὲ τούτοις ἔτι τούτων κρονικώτερα», Πλάτ.) 3. παροιμ. «κρονικαὶ λῆμαι» λεγόταν για τους μύωπες …

    Dictionary of Greek

  • 63κρυπτεία — Αστυνομικό σώμα της αρχαίας Σπάρτης. Κύρια αποστολή του ήταν ο έλεγχος των ειλώτων και είχε θεσπιστεί με νόμο από τον Λυκούργο. Η υπηρεσία αυτή επανδρωνόταν σε ετήσια βάση από νεαρούς Σπαρτιάτες, οι οποίοι διορίζονταν από τους έφορους. Οι νέοι… …

    Dictionary of Greek

  • 64μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε …

    Dictionary of Greek

  • 65μυρμηγκιά — Γενική ονομασία των εντόμων της μεγάλης οικογένειας των μυρμηκιδών, της τάξης των υμενοπτέρων. Είναι γνωστά πάνω από 6.000 είδη μ., που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μέγεθος και σε διάφορες λεπτομερείς: όλα όμως έχουν μερικά κοινά μορφολογικά… …

    Dictionary of Greek

  • 66νήις — (I) νῆϊς, ό, ἡ (Α) 1. αυτός που δεν γνωρίζει τίποτε, αδαής, αμαθής, άπειρος («νῆϊς ἔτι χρυσέας Κύπριδος», Βακχ.) 2. φρ. «νῆϊς πατρός» ο χωρίς πατέρα, απάτωρ, ορφανός (Κοϊντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αντιστοιχεί με το λατ. nescius «αυτός που δεν γνωρίζει»… …

    Dictionary of Greek

  • 67ουαί — (I) (Α οὐαί) επιφών. 1. (οδύνης ή αγανάκτησης ή απειλής) αλίμονο, αχ! («οὐαί σοι, Μωάβ, ἀπώλου λαὸς Χαμώς», ΠΔ) 2. φρ. «οὐαὶ τοῑς ἡττημένοις» λέξεις τις οποίες απηύθυνε προς τους Ρωμαίους ο Βρέννος, αρχηγός τών Γαλατών, όταν οι Γαλάτες κυρίευσαν… …

    Dictionary of Greek

  • 68ουκέτι — οὐκέτι και οὐκ ἔτι (Α) επίρρ. όχι πια, όχι πλέον, σε αντιδιαστολή προς το οὔπω, που σημαίνει όχι ακόμη …

    Dictionary of Greek

  • 69ούριος — (I) και ούργιος, α, ο (ΑΜ οὔριος, ία, ον, Α θηλ. και ος) [ούρος (II)] 1. (ιδίως για άνεμο) αυτός που πνέει κατά τον διαμήκη άξονα τού πλοίου με κατεύθυνση από την πρύμνη προς την πλώρη, ευνοϊκός 2. αυτός που έχει καλό, ευνοϊκό άνεμο («γένοιτο δὲ… …

    Dictionary of Greek

  • 70πίσα — Αρχαία πόλη κοντά στο ιερό της Ολυμπίας, από την οποία η περιοχή ονομάστηκε Πασάτις χώρα. Ως ιδρυτής της αναφέρεται ο Πίσος, εγγονός του θεού των ανέμων Αίολου. Η θέση της πόλης με το ένδοξο μυκηναϊκό παρελθόν (βασιλιάς της ήταν ο Οινόμαος) δεν… …

    Dictionary of Greek