προς-έρχομαι

  • 31ηλικία — (Νομ.). Σε αστική, σε διοικητική και σε ποινική ύλη, το δίκαιο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην η. ως προς τη γενικότερη δικαιοπρακτική ικανότητα, την ευθύνη ή τις ειδικότερες συνέπειες των πράξεων ή ενεργειών του προσώπου. Σύμφωνα με τον ελληνικό …

    Dictionary of Greek

  • 32παραβαίνω — ΝΜΑ, παρβαίνω Α αθετώ, παραβιάζω, αναιρώ (α. «παραβαίνω τον όρκο» β. «θεοῡ δε νόμον οὐ παραβαίνομεν», Ευρ.) αρχ. 1. (για πολεμιστές που μάχονταν από άρματα) πορεύομαι παραπλεύρως κάποιου, στέκομαι δίπλα του («παρεβεβήκεε δὲ οἱ ἡνίοχος τῷ οὔνομα… …

    Dictionary of Greek

  • 33παρατρίβω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. τρίβω κάτι υπερβολικά, τρίβω πάρα πολύ, φθείρω, καταστρέφω κάτι με υπερβολικό τρίψιμο 2. μέσ. παρατρίβομαι φθείρομαι από την υπερβολική τριβή, από το πολύ τρίψιμο («παρατριφτήκανε τα ρούχα μου») μσν. αρχ. φρ. «παρατρίβω [ή… …

    Dictionary of Greek

  • 34πατσίζω — [πάτσι] 1. έρχομαι ίσα ίσα με κάποιον, εξισώνομαι, φθάνω ώς το ύψος κάποιου ως προς την επίδοση 2. ανταποδίδω τα ίσα, ενεργώ προς κάποιον με μια πράξη ηθικά ισάξια προς τη δική του …

    Dictionary of Greek

  • 35πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το …

    Dictionary of Greek

  • 36πρόσειμι — (I) ΜΑ [εἶμί] (ως μέλλ. τού προσέρχομαι) (σχετικά με θρησκεία) προσχωρώ, ασπάζομαι αρχ. 1. πορεύομαι, προχωρώ 2. βρίσκομαι κοντά, πλησιάζω («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας», Ηρόδ.) 3. προσεγγίζω, πηγαίνω προς κάποιον («Σωκράτει μὲν οὐκέτι …

    Dictionary of Greek

  • 37συνάγω — ΝΜΑ, και συνάζω Ν, και παλ. αττ. ξυνάγω Α 1. (σχετικά με πρόσ. και ζώα) συναθροίζω, συγκεντρώνω (α. «σύναξα τους στρατιώτες μου για μάχη» β. «συναγαγόντες ἐς ἕνα χῶρον μυριάδα ἀνθρώπων», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με πράγμ.) συλλέγω, συσσωρεύω (α. «έχει… …

    Dictionary of Greek

  • 38εντυγχάνω — ἐντυγχάνω (AM) 1. (με δοτ. προσ.) κατά τύχη συναντώ, απαντώ, βρίσκω κάποιον («ἐντυγχάνοντες ἀλλήλοισι» συναντώντας ο ένας τον άλλο, Ηρόδ.) 2. (για κείμενα, βιβλία, επιστολές κ.λπ.) παίρνω κατά τύχη στα χέρια μου, (και επομένως) διαβάζω, μελετώ 3 …

    Dictionary of Greek

  • 39μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …

    Dictionary of Greek

  • 40προβλώσκω — Α (επικ. τ.) πηγαίνω ή έρχομαι προς τα εμπρός, παρουσιάζομαι, εξέρχομαι από σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + βλώσκω «πηγαίνω, έρχομαι»] …

    Dictionary of Greek