προς-έρχομαι
101συναλλάσσω — ΝΜΑ, και συναλλάζω Ν, και συναλλάττω Α [ἀλλάσσω, ομαι] νεοελλ. 1. (στον τ. συναλλάζω) αλλάζω συχνά τα ρούχα μου, φορώ διαδοχικά το ένα μετά το άλλο 2. μέσ. συναλλάσσομαι α) έχω συναλλαγές, έχω δοσοληψίες, έχω εμπορικές και, γενικότερα,… …
102συνεξακολουθώ — έω, ΜΑ γραμμ. έχω την ίδια κατάληξη αρχ. 1. ακολουθώ κάποιον σταθερά παντού 2. είμαι συνηθισμένος σε κάτι («συνεξηκολούθει αὐτῷ ἀσέλγεια», Πολ.) 3. αποβαίνω συμφώνως προς κάτι («τὰ τέλη συνεξακολουθεῑ ταῑς Ρωμαίων προθέσεσι», Πολ.) 4. έρχομαι ως… …
103συνικνούμαι — έομαι, Α 1. φθάνω, εκτείνομαι («ὥστε τὸ οὐράνιον ὕδωρ συνικνεῑσθαι πρὸς τὸ ἐν αὐτῇ», Θεόφρ.) 2. παρουσιάζω ενδιαφέρον («τῶν συμβαινόντων τῶν μὲν μᾱλλον συνικνουμένων τῶν δὲ ἧττον», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἱκνοῦμαι «έρχομαι, φτάνω»] …
104συντρέχω — ΝΜΑ [τρέχω] 1. συντελώ, συνεργώ 2. παρέχω βοήθεια, συνδρομή, έρχομαι αρωγός (α. «πρέπει να τόν συντρέξεις σε αυτές τις δύσκολες ώρες» β. «πολλή στ ἀνάγκη τῇδε τοῡτο συντρέχειν», Σοφ.) νεοελλ. φρ. «δεν συντρέχει λόγος» δεν υπάρχει λόγος αρχ. 1.… …
105υπαντώ — ὑπαντῶ, άω, ΝΜΑ, και ὑπαντεύω και ὑπάντομαι και ιων. τ. ὑπαντέω Α έρχομαι για να συναντήσω κάποιον, προϋπαντώ («ὡς ἤκουσεν ὅτι ὁ Ἰησοῡς ἔρχεται, ὑπάντησεν αὐτῷ», ΚΔ) μσν. αρχ. βρίσκω τυχαία, συναντώ αρχ. 1. συναινώ, συμφωνώ σε κάτι 2. αποκρίνομαι …
106Μπαντού — (από το Μπα, πρόθημα ενδεικτικό του πληθυντικού και Ντου = άνθρωπος). Λαοί που είναι εγκατεστημένοι σε μεγάλο τμήμα της Μαύρης Αφρικής, από τις ατλαντικές ακτές του Καμερούν έως τις εκβολές του Τζούμπα, μέχρι του νότιου άκρου της ηπείρου, εκτός… …
107χαμηλώνω — χαμήλωσα, χαμηλωμένος 1. κάνω κάτι χαμηλό, το κατεβάζω: Έκοψε τα πόδια του τραπεζιού για να το χαμηλώσει. 2. ελαττώνω κάτι κατά το ποσό ή κατά την ένταση: Χαμήλωσε τα φώτα. 3. έρχομαι εγγύτερα προς το έδαφος, γίνομαι πιο κοντός, σκύβω: Να… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)