προπόλιος
1προπόλιος — πρόπολις bee glue fem gen sg (epic doric ionic aeolic) προπόλιος grey haired before his time masc/fem nom sg …
2προπόλιος — ον, Α 1. αυτός τού οποίου ασπρίζουν τα μαλλιά του πριν από την ώρα του, πρόωρα 2. φρ. «προπόλιον ἐξ ἑρπύλλου» είδος προσωπίδας κατασκευασμένης από το φυτό έρπυλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πολιός «φαιός, γκρίζος»] …
3προπόλιον — προπόλιος grey haired before his time masc/fem acc sg προπόλιος grey haired before his time neut nom/voc/acc sg προπολέω speak like a prophetess imperf ind act 3rd pl (doric) προπολέω speak like a prophetess imperf ind act 1st sg (doric) …
4προπόλιοι — προπόλιος grey haired before his time masc/fem nom/voc pl …
5προπολιούμαι — όομαι, Α [προπόλιος] καθίσταμαι προπόλιος*, γίνομαι πολιός πρόωρα, ασπρίζουν τα μαλλιά μου πριν από την ώρα τους …
6πολιός — ά, ό / πολιός, ά, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. και ος, ανωμ. τ. θηλ. πολιάς, άδος, Α 1. (ιδίως για τρίχες) υπόλευκος, φαιός, ασπριδερός, ψαρός, γκρίζος («ἕσσατο δ ἔκτοσθεν ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ψαρές ή λευκές… …
7προπολίων — πρόπολις bee glue fem gen pl (epic doric ionic aeolic) προπόλιος grey haired before his time masc/fem/neut gen pl προπολέω speak like a prophetess pres part act masc nom sg (doric) …