προπομπεία
1προπομπεία — προπομπείᾱ , προπομπεία escorting in procession fem nom/voc/acc dual προπομπείᾱ , προπομπεία escorting in procession fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2προπομπεία — και προπομπία, ἡ, ΜΑ [προπομπεύω/προπομπός] το να προπορεύεται κανείς και να συνοδεύει μια πομπή αρχ. η πρώτη θέση σε πομπή …
3προπομπείας — προπομπείᾱς , προπομπεία escorting in procession fem acc pl προπομπείᾱς , προπομπεία escorting in procession fem gen sg (attic doric aeolic) …
4προπομπία — ἡ, ΜΑ (δ. γρφ.) βλ. προπομπεία …