προπιπτω
1προπίπτω — ΝΑ πέφτω προς τα εμπρός, κλίνω, γέρνω προς τα εμπρός («προπεσόντες ἔρεσσον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (για ικέτη) πέφτω μπροστά στα πόδια κάποιου 2. πέφτω πρώτος στο πεδίο τής μάχης 3. ορμώ προς τα εμπρός, φέρομαι ορμητικά προς τα εμπρός 4. (για ποταμούς …
2απρόπτωτος — ἀπρόπτωτος, ον (A) [προπίπτω] ο μη απερίσκεπτος, ο προνοητικός …
3επιπροπίπτω — ἐπιπροπίτπω (Α) [προπίπτω] 1. ρίχνομαι πάνω σε κάτι ή κάποιον («φορβάδι ἴσος ἐπιπροπεσών», Απολλ. Ρόδ.) 2. εκτείνομαι …
4πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …
5πρόπτωμα — ώματος, τὸ, Α [προπίπτω] (σχετικά με όργανο τού σώματος) πρόπτωση …
6πρόπτωση — η / πρόπτωσις ώσεως, ΝΑ [προπίπτω] 1. πτώση προς τα εμπρός ή προς τα κάτω 2. ιατρ. η μετατόπιση οργάνου τού σώματος από τη φυσιολογική θέση του και, ειδικότερα, η πτώση οργάνου ή τμήματος οργάνου από τη φυσιολογική του θέση εξαιτίας τής χαλάρωσης …
7συμπροπίπτω — Α [προπίπτω] πέφτω προς τα εμπρός ταυτόχρονα με άλλον …
8ՍՈՂԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0726 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c ձ. ἔρπω, διέρπω repo, repo, repto ἁπολισθαίνω delabor, defluor σύρομαι trahor. Սողոլ. զեռալ. սահիլ՝ քարշիլ՝ խաղալ ընդ երկիր կամ մօտ ʼի գետին ըստ օրինակի անոտն կամ… …