προπαρέχω
1προπαρέχω — Α 1. παρέχω, προσφέρω προκαταβολικά 2. παρουσιάζω κάτι για πρώτη φορά …
2προπαράσχεσθε — προπαρέχω offer before aor imperat mid 2nd pl προπαρέχω offer before aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) …
3προπάρεχε — προπαρέχω offer before pres imperat act 2nd sg προπαρέχω offer before imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
4προπαρασχεῖν — προπαρέχω offer before aor inf act (attic epic doric) …
5προπαρασχομένοις — προπαρέχω offer before aor part mid masc/neut dat pl …
6προπαρασχών — προπαρέχω offer before aor part act masc nom sg …
7προπαρεσχηκώς — προπαρέχω offer before perf part act masc nom/voc sg …
8προπαρεῖχε — προπαρέχω offer before imperf ind act 3rd sg …
9έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …