προπέρῠσι
1προπέρυσι — και προπέρσι και πρόπερσι πριν από δύο χρόνια: Προπέρσι πήγαμε στο νησί …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2προπέρυσι — two years ago indeclform (adverb) …
3προπέρυσι — ΝΜΑ, και πρόπερσι Ν, προπέρυσιν και αττ. τ. πρωπέρυσιν Α επίρρ. κατά το χρονικό διάστημα που προηγήθηκε τού περασμένου έτους, ένα έτος πριν από το περυσινό, πριν από δύο χρόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πέρυσι* / πέρσι] …
4προπέρυσιν — προπέρυσι two years ago indeclform (adverb) …
5πρωπέρυσιν — προπέρυσι two years ago attic (indeclform adverb) …
6προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …
7προπερυσινός — ή, ό και προπερύσινος, η, ο / προπερυσινός, ή, όν και προπερυσινος, ίνη, ον, ΝΜΑ, και προπέρσινος, η, ο και προπερσινός, ή, ό Ν, προπερσινός, ή, όν Α [προπέρυσι] αυτός που έγινε ή υπήρξε το προπερασμένο έτος, πριν από δύο χρόνια …
8πρωπέρυσιν — Α επίρρ. βλ. προπέρυσι …
9πρόπερσι — Ν επίρρ. (δ. γρφ.) βλ. προπέρυσι …