προοιμιάζω

  • 1προοιμιάζω — Μ βλ. προοιμιάζομαι …

    Dictionary of Greek

  • 2προοιμιάζομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. προοιμιάζω Μ και συνηρ. τ. φροιμιάζομαι Α [προοίμιον] κάνω προοίμιο, κάνω εισαγωγή, προλογίζω μσν. αρχ. 1. λέω κάτι σαν προοίμιο, αναφέρω προλογικά (α. «προοιμιάζων ἔλεγεν ὁ Σολομών», Μεθόδ. β. «τί φροιμιάζει νεοχμόν; ἐξαύδα… …

    Dictionary of Greek