προξεν-έω
1ρημαδιό — το, Ν 1. ρημάδι 2. τόπος γεμάτος με ερείπια, με χαλάσματα («η πόλη έγινε ρημαδιό από τον σεισμό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ρημάδι + κατάλ. ιό (πρβλ. προξεν ιό)] …
2χρωστημιό — το, Ν (διαλ. τ.) χρέος, οφειλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρωστώ + κατάλ. η μ ιό (μέσω ενός θ. σε μ + κατάλ. ιό, πρβλ. προξεν ιό), πρβλ. κλέψ ιμο: κλε ψ ιμ ιό. Το η τού τ. κατ επίδραση τού η που εμφανίζουν οι τ. τών συνηρημένων ρ.] …