προνωπής

  • 1προνωπής — stooping forwards masc/fem nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2προνωπής — ές, Α 1. σκυφτός προς τα εμπρός, με το κεφάλι γυρτό προς τα κάτω (α. [σε περιγραφή βαθιάς λύπης] «στείχει προνωπὴς ἐκπεσοῡσα δεμνίων», Ευρ. β) [σε περιγραφή ετοιμοθάνατου] «προνωπής ἐστι καὶ ψυχορραγεῑ», Ευρ. γ) [σε περιγραφή λιποθυμίας] «ὕπερθε… …

    Dictionary of Greek

  • 3προνωπῆ — προνωπής stooping forwards neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) προνωπής stooping forwards masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) προνωπής stooping forwards masc/fem acc sg (attic epic doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4προνώπιος — ία, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται έξω από τα ενώπια*, μπροστά από την είσοδο τού σπιτιού, έξω από το σπίτι 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προνώπια ο χώρος μπροστά από την είσοδο τού σπιτιού, τα πρόθυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. προνώπιος διαφέρει… …

    Dictionary of Greek

  • 5νωπέομαι — (Α) γίνομαι κατηφής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση τού ρήματος με τον τ. νάπη «δασώδης κοιλάδα, φαράγγι» δεν ικανοποιεί ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη. Εξίσου αμφίβολη θεωρείται και η σύνδεση του με τη γλώσσα «νώψ ἀσθενής …

    Dictionary of Greek

  • 6φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 7προνωπίων — προνώπια front of a house fem gen pl προνώπια front of a house masc/neut gen pl προνώπια front of a house neut gen pl προνωπής stooping forwards masc/fem/neut gen pl (doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)