προμᾱθίς
1προμαθίς — fem nom sg …
2προμαθίδα — προμαθίς fem acc sg …
3προμαθίδας — προμαθίς fem acc pl …
4ευκοινόμητις — εὐκοινόμητις, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που σκέφτεται, που φροντίζει για το κοινό καλό ή που σκέφτεται από κοινού («προμαθὶς εὐκοινόμητις ἀρχά», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κοινός + μήτις «σκέψη, στοχασμός»] …