προληπτικός
1προληπτικός — anticipative masc nom sg …
2προληπτικός — ή, ό / προληπτικός, ή, όν, ΝΑ [προλαμβάνω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόληψη νεοελλ. 1. αυτός που συντελεί στο να μη γίνει ή να μην εκδηλωθεί κάτι (α. «πήραν προληπτικά μέτρα για να αποφύγουν δυσάρεστες εξελίξεις» β. «προληπτική… …
3προληπτικός — ή, ό 1. αυτός που προλαβαίνει κάτι ή που εκφράζει, δηλώνει το αποτέλεσμα της πράξης: Προληπτικά μέτρα. – Προληπτικό κατηγορούμενο. 2. αυτός που έχει προλήψεις, δεισιδαίμονας: Την Τρίτη δεν εργάζεται, γιατί είναι προληπτικός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4προληπτικά — προληπτικός anticipative neut nom/voc/acc pl προληπτικά̱ , προληπτικός anticipative fem nom/voc/acc dual προληπτικά̱ , προληπτικός anticipative fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5προληπτικώτερον — προληπτικός anticipative adverbial comp προληπτικός anticipative masc acc comp sg προληπτικός anticipative neut nom/voc/acc comp sg …
6προληπτικόν — προληπτικός anticipative masc acc sg προληπτικός anticipative neut nom/voc/acc sg …
7προληπτικοί — προληπτικός anticipative masc nom/voc pl …
8προληπτικούς — προληπτικός anticipative masc acc pl …
9προληπτική — προληπτικός anticipative fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
10προληπτικήν — προληπτικός anticipative fem acc sg (attic epic ionic) …