προκόττα
1προκόττα — προκόττᾱ , προκόττα fem nom/voc/acc dual προκόττᾱ , προκόττα fem nom/voc sg (doric aeolic) …
2πρόκοττα — και προκόττα, ἡ, Α (δωρ. τ.) το προκόμιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κοττίς «κεφαλή», κατά τα θηλ. σε α] …
3προκότταν — προκόττᾱν , προκόττα fem acc sg (doric aeolic) …
4αλέκτωρ — (I) (Α ἀλέκτωρ) κόκορας, πετεινός αρχ. 1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές 2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ* (για άλλες σημασίες τής λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός»… …