προκαταρκτικός
1προκαταρκτικός — initial masc nom sg …
2προκαταρκτικός — ή, ό / προκαταρκτικός, ή, όν, ΝΑ [προκατάρχομαι] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή γίνεται πριν από το κύριο έργο, προπαρασκευαστικός, προσεισαγωγικός (α. «προκαταρκτικές διαπραγματεύσεις» β. «προκαταρκτική διδασκαλία» γ. «προκαταρκτικαὶ ἔννοιαι»,… …
3προκαταρκτικός — ή, ό προπαρασκευαστικός, προεισαγωγικός, αρχικός: Προκαταρκτικές διαπραγματεύσεις …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4προκαταρκτικά — προκαταρκτικός initial neut nom/voc/acc pl προκαταρκτικά̱ , προκαταρκτικός initial fem nom/voc/acc dual προκαταρκτικά̱ , προκαταρκτικός initial fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5προκαταρκτικῶν — προκαταρκτικός initial fem gen pl προκαταρκτικός initial masc/neut gen pl …
6προκαταρκτικόν — προκαταρκτικός initial masc acc sg προκαταρκτικός initial neut nom/voc/acc sg …
7προκαταρκτικαῖς — προκαταρκτικός initial fem dat pl …
8προκαταρκτικαί — προκαταρκτικός initial fem nom/voc pl …
9προκαταρκτικοῖς — προκαταρκτικός initial masc/neut dat pl …
10προκαταρκτικοῦ — προκαταρκτικός initial masc/neut gen sg …