προκαλώ

  • 91αιματοκυλίζω — και αιματοκυλίω και αιματοκυλώ και ματοκυλώ, ματοκυλάω, ματοκυλίζω 1. κυλώ κάποιον στο αίμα, σκοτώνω ή τραυματίζω σοβαρά 2. γίνομαι αίτιος να χυθεί αίμα, να γίνουν τραυματισμοί και φόνοι, προκαλώ αιματοχυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + αρχ. κυλίω (νεώτ …

    Dictionary of Greek

  • 92αιματώνω — (Α αἱματῶ, όω) 1. προκαλώ χύσιμο αίματος, τραυματίζω, βάφω με αίμα 2. προξενώ σε κάποιον υπερβολική λύπη, τόν πληγώνω 3. (αμτβ.) χάνω αίμα, χύνεται το αίμα μου 4. μτφ. κάνω μάχη, ερίζω «δεν τό ματώσαμε ακόμη», δεν άρχισαν ακόμη πολεμικές… …

    Dictionary of Greek

  • 93ακονώ — ( άω) (Α ἀκονῶ) 1. ακονίζω, τροχίζω 2. προκαλώ, εξωθώ, εξάπτω φρ. «ἠκόνησαν ὡς ρομφαίαν τὰς γλώσσας αὐτῶν» (ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκόνη. ΠΑΡ. ακονητής αρχ. ἀκόνησις μσν. νεοελλ. ακονίζω νεοελλ. ακόνημα] …

    Dictionary of Greek

  • 94αλεγράρω — [αλέγρος] 1. προκαλώ ευθυμία, δίνω χαρά, φαιδρύνω 2. κάνω κέφι, γίνομαι εύθυμος, ευθυμώ …

    Dictionary of Greek

  • 95αλλοιώνω — (ΑΜ ἀλλοιῶ, όω) [ἀλλοῖος] 1. κάνω κάτι διαφορετικό, μεταβάλλω, μετατρέπω 2. παραλλάζω, παραμορφώνω 3. παριστάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα 4. παθ. μεταβάλλομαι, γίνομαι διαφορετικός νεοελλ. 1. νοθεύω, παραχαράσσω 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 96αλλοτριοπραγώ — ἀλλοτριοπραγῶ ( έω) και ἀλλοτριοπραγμονῶ (Α) [ἀλλοτριοπραγία] 1. αναμιγνύομαι σε ξένες υποθέσεις, πολυπραγμονώ 2. κινώ, προκαλώ στάσεις, ταραχές …

    Dictionary of Greek

  • 97αλφάνω — ἀλφάνω (Α) 1. έχω όφελος, αποφέρω κέρδος, κερδίζω 2. αποκομίζω, παίρνω, βρίσκω 3. φρ. «ἀλφάνω φθόνον», προκαλώ τον φθόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικός τ. τής Αρχαίας γνωστός ήδη από τον Όμηρο, όπου απαντά μόνο σε χρόνο αόρ. β΄ (ἦλφον). Σπανιότερα το ρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 98αμβλίσκω — ἀμβλίσκω και ἀμβλισκάνω και ἀμβλύσκω και ἀμβλῶ, όω (AM) μσν. γεννώ πρόωρα και αποβάλλω ατελές έμβρυο αρχ. 1. αποβάλλω εκούσια το έμβρυο, τό σκοτώνω, προκαλώ έκτρωση 2. παθ. αποτυγχάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ετυμολογικά συγγενής πιθ. με τη λ. μύλη… …

    Dictionary of Greek

  • 99αναθαμπώνω — 1. προκαλώ θάμβος, θαμπώνω 2. προξενώ θόλωση τής οράσεως, θαμπώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θαμπώνω) …

    Dictionary of Greek

  • 100αναισθητώ — ( έω) (Α ἀναισθητῶ) δεν έχω αίσθηση ή αισθητικότητα, είμαι αναίσθητος σωματικά ή ψυχικά νεοελλ. προκαλώ σωματική αναισθησία κατά τις εγχειρήσεις με κατάλληλα φάρμακα, αναισθητίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναίσθητος. ΠΑΡ. νεοελλ. αναισθήτηση] …

    Dictionary of Greek