προκαλεῖσϑαι

  • 1προκαλεῖσθαι — προκαλέω call forth pres inf mp (attic epic) προκαλέω call forth fut inf mid (attic epic) προκαλέω call forth pres inf mp (attic epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2προκαλεῖσθ' — προκαλεῖσθε , προκαλέω call forth pres imperat mp 2nd pl (attic epic) προκαλεῖσθε , προκαλέω call forth pres opt mp 2nd pl (epic ionic) προκαλεῖσθε , προκαλέω call forth pres ind mp 2nd pl (attic epic) προκαλεῖσθε , προκαλέω call forth fut ind… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ομολογία — I Συμφωνία, ομοφωνία. Ο. πίστης ονομάζεται η επίσημη έκθεση των δογμάτων μιας Εκκλησίας ή και η αποδοχή ενός θρησκευτικού δόγματος. (Νομ.) Ο όρος ο. σημαίνει γενικά την αναγνώριση ή την αποδοχή κατηγορίας πταίσματος από το πρόσωπο που διέπραξε το …

    Dictionary of Greek

  • 4πρόκληση — η / πρόκλησις, εως, ΝΑ και ιων. τ. γεν. ιος, Α [προκαλῶ] 1. η ενέργεια τού προκαλώ, σκόπιμη ή ακούσια ενέργεια που προκαλεί, επιθετική στάση, ερεθισμός (α. «η επίδειξη τού πλούτου είναι πρόκληση για τους φτωχούς» β. «τα όσα δημοσιεύθηκαν στις… …

    Dictionary of Greek