Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

προιστάμενό

  • 1 замещать

    ρ.δ.μ.
    1. αντικατασταίνω, -θιστώ, αλλάζω•

    замещать мужской персонал женским αντικατασταίνω το ανδρικό προσωπικό με γυναικείο.

    2. αναπληρώνω•

    замещать начальника αναπληρώνω τον προϊστάμενο.

    3. συμπληρώνω κενή θέση.
    4. (χημ.) υποκαθιστώ.
    αντικατασταίνομαι, αντικαθίσταμαι κπλ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > замещать

  • 2 начальство

    ουδ.
    οι διοικητές, οι προϊστάμενοι, η διοίκηση, η προϊσταμένη αρχή, η διεύθυνση•

    тюремное начальство η διεύθυνση της φυλακής•

    собралось всё начальство συγκεντρώθηκαν όλοι οι διοικητές.

    || προϊστάμενος•

    он был моим -ом αυτός ήταν προϊστάμενος μου.

    βλ. начальствование.
    εκφρ.
    по -у доносить – αναφέρω στην προϊσταμένη αρχή ή στον προϊστάμενο.

    Большой русско-греческий словарь > начальство

  • 3 представление

    ουδ.
    1. παρουσίαση, εμφάνιση• προσαγωγή•

    представление суду доказательств παρουσίαση, στο δικαστήριο αποδεικτικών•| справки παρουσίαση βεβαίωσης.

    || σύσταση, γνωριμία.
    2. έκθεση, αναφορά (σε προϊστάμενο, αρχή)•

    представление к наградам πρόταση για βράβευση.

    3. θεατρική παράσταση• θέαμα.
    4. αναπαραγωγή, αναπαράσταση•

    зрительное представление οπτική αναπαράσταση•

    слуховое представление ακουστική αναπαραγωγή.

    5. νόηση, αντίληψη, γνώση• ιδέα•

    не имею никакого -я δεν έχω ιδέα, δε γνωρίζω τίποτε.

    εκφρ.
    дать представление – δίνω μια ιδέα, εικόνα, κατατοπίζω κάπως•
    в мом -и – κατ εμένα, κατά τη γνώμη μου, όπως εγώ φαντάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > представление

  • 4 спросить

    -ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. спрошенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. ρωτώ, ζητώ να μάθω, να πληροφορηθώ•

    спросить фамилию ρωτώ ποιο είναι το επώνυμο•

    спросить о здоровье ρωτώ για την υγεία, εξετάζω, σηκώνω μαθητή να πει το μάθημα.

    2. ζητώ να μου δοθεί•

    спросить разрешение ζητώ άδεια•

    спросить совет ζητώ συμβουλή.

    3. απαιτώ•

    сколько за это спросишь? πόσο θα ζητήσεις γι αυτό;

    1. ζητώ (άδεια να κάνω κάτι), ρωτώ•

    кого ты -ился? ποιόν ρώτησες; από ποιόν πήρες άδεια;•

    -ись у начальника ρώτησε το διευθυντή (προϊστάμενο).

    2. ζητώ ευθύνες, λόγο, λογαριασμό•

    ты виновен, а -осится у меня εσύ φταις, όμως από μένα θα ζητήσουν ευθύνες.

    3. βλ. ενεργ. φ. (1, 2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > спросить

  • 5 юлишь

    юлю, юлишь, ρ.δ.
    1. στριφογυρίζω, σβουρίζω, τριγυρίζω•

    муха юлит около него η μύγα στριφογυρίζει σ αυτόν.

    2. μτφ. γαλιφίζω, καλοπιάνω•

    юлишь перед начальником καλοπιάνω συχνά τον προίστάμενο.

    3. μτφ. ενεργώ επιτήδεια, μανουβράρω.

    Большой русско-греческий словарь > юлишь

См. также в других словарях:

  • Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …   Dictionary of Greek

  • -άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… …   Dictionary of Greek

  • αναφέρω — (AM ἀναφέρω) κάνω λόγο ή μνεία για κάτι, ονομάζω, αναγγέλλω, γνωστοποιώ νεοελλ. (για υφιστάμενον που απευθύνεται σε προϊστάμενο) υποβάλλω αναφορά, εκθέτω με σεβασμό αρχ. Ι. (μτβ.) 1. φέρνω επάνω, φέρνω 2. φέρνω στο εσωτερικό της χώρας 3. σηκώνω,… …   Dictionary of Greek

  • δυσαρέσκεια — η 1. το να δυσαρεστηθεί κάποιος 2. το δυσάρεστο συναίσθημα, συναίσθημα δυσφορίας («τόν άκουσα με δυσαρέσκεια») 3. μομφή που εκφράζεται από προϊστάμενο προς υφιστάμενο 4. αφορμή δυσαρέσκειας, παρεξήγηση …   Dictionary of Greek

  • επιβάλλω — (AM ἐπιβάλλω) 1. ορίζω ως ποινή ή ως πρόστιμο («επιβάλλω ποινή, πρόστιμο, ζημίην, φυγήν, άργύριον» κ.λπ.) 2. απρόσ. ἐπιβάλλεται (Α ἐπιβάλλει) είναι απαραίτητο να, πρέπει να... 3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το επιβάλλον α. νεοελλ. i. η… …   Dictionary of Greek

  • ιεραρχία — (Νομ.). Θεσμός του διοικητικού δικαίου, βάσει του οποίου είναι οργανωμένο το συγκεντρωτικό διοικητικό σύστημα. Πρόκειται για την οργάνωση των υπηρεσιών κατά βαθμίδες για το προσωπικό, με τέτοιον τρόπο ώστε οι υφιστάμενοι να ασκούν τα καθήκοντά… …   Dictionary of Greek

  • κατασκοτώνω — 1. δέρνω αλύπητα κάποιον, τόν τσακίζω στο ξύλο («τήν κατασκότωσε στο ξύλο») 2. μέσ. κατασκοτώνομαι α) μωλωπίζομαι ή τραυματίζομαι σε πολλά σημεία τού σώματός μου β) καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες για κάτι, φροντίζω με όλη μου την ψυχή για κάτι,… …   Dictionary of Greek

  • λιμεναρχώ — (Α λιμεναρχῶ, έω) [λιμενάρχης] είμαι λιμενάρχης, προΐσταμαι τής λιμενικής αρχής νεοελλ. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ο λιμεναρχών τίτλος που δίνεται συνήθως στον προϊστάμενο αξιωματικό τής τελωνειακής αρχής ενός λιμανιού, ο οποίος αναπληρώνει… …   Dictionary of Greek

  • μαντατευτής — ο, θηλ. μαντατεύτρια (Μ μαντατευτής) [μαντατεύω] νεοελλ. αυτός που καταγγέλλει κάποιον σε προϊστάμενο του, καταδότης, μαρτυριάρης μσν. αυτός που μεταφέρει μήνυμα, αγγελιαφόρος …   Dictionary of Greek

  • μεταξάς — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 69 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στα δεξιά του ποταμού Εύηνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρυνείας. 2.… …   Dictionary of Greek

  • παραλαμβάνω — ΝΜΑ, κρητ. τ. παλλαμβάνω Α, περιλαβαίνω Ν 1. παίρνω κάτι που μού δίνεται από άλλον, λαμβάνω (α. «παρέλαβα τα δέματα που μού έστειλες» β. «παρέλαβον καὶ ἐνέβαλον εἰς τὸ πλοῑον [ενν. φορτίον]», πάπ.) 2. δέχομαι κάποιον κοντά μου ως βοηθό, σύμμαχο ή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»