προηγήσῃ

  • 1προηγήσῃ — προηγήσηι , προήγησις going before fem dat sg (epic) προηγέομαι go first and lead the way aor subj mp 2nd sg προηγέομαι go first and lead the way fut ind mp 2nd sg προηγήσῃ , προηγέομαι go first and lead the way aor subj mid 2nd sg προηγήσῃ ,… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2προήγηση — η / προήγησις, ήσεως, ΝΑ [προηγοῡμαι] το να προπορεύεται κάποιος, το προβάδισμα νεοελλ. μουσ. αρμονικό σύμπτωμα κατά το οποίο ένας ή περισσότεροι φθόγγοι που ανήκουν στην επόμενη συγχορδία σπεύδουν να τήν προαναγγείλουν ενώ υπάρχει ακόμη το κλίμα …

    Dictionary of Greek

  • 3προηγητικός — ή, όν, Α [προηγοῡμαι] 1. αρχικός, βασικός, θεμελιώδης 2. προηγούμενος 3. αυτός που αναφέρεται στην προήγηση, στην επιτολή αστέρα. επίρρ... προηγητικῶς, Α κατ αρχάς, αρχικά …

    Dictionary of Greek