προεξανίσταμαι
1προεξαναστάντα — προεξανίσταμαι rise before aor part act neut nom/voc/acc pl προεξαναστάντα , προεξανίσταμαι rise before aor part act masc acc sg …
2προεξαναστάντων — προεξανίσταμαι rise before aor part act masc/neut gen pl προεξαναστάντων , προεξανίσταμαι rise before aor imperat act 3rd pl …
3προεξανέστη — προεξανίσταμαι rise before plup ind act 1st sg προεξανέστη , προεξανίσταμαι rise before aor ind act 3rd sg …
4προεξανέστης — προεξανίσταμαι rise before plup ind act 2nd sg προεξανέστης , προεξανίσταμαι rise before aor ind act 2nd sg …
5προεξανέστησαν — προεξανίσταμαι rise before aor ind act 3rd pl προεξανέστησαν , προεξανίσταμαι rise before aor ind act 3rd pl …
6προεξανίστημι — και προεξανιστῶ, άω, Α 1. στήνω κάτι προηγουμένως όρθιο («τὰστήθη προεξανιστᾱν προπετῶς», Κλήμ. Αλ.) 2. (για στράτευμα) κινούμαι πρώτος εναντίον τού εχθρού 3. προλαβαίνω να σηκωθώ («εἰ μὴ προεξανέστημεν μικρόν, οὐδ ἀναλαβεῑν ἂν ἐδυνήθημεν»,… …
7προεξαναστάντας — προεξανίσταμαι rise before aor part act masc acc pl …
8προεξαναστάντες — προεξανίσταμαι rise before aor part act masc nom/voc pl …
9προεξαναστάντος — προεξανίσταμαι rise before aor part act masc/neut gen sg …
10προεξαναστάς — προεξαναστά̱ς , προεξανίσταμαι rise before aor part act masc nom/voc sg …