προεξέχω

  • 41υπερκύπτω — ΜΑ 1. προβάλλω, σηκώνω το κεφάλι πάνω από κάποιον ή από κάτι για να δω 2. έρχομαι στην επιφάνεια, αναδύομαι αρχ. 1. εξέχω, προεξέχω 2. μτφ. υπερτερώ, υπερβαίνω («πᾱσαν τὴν αἰσθητὴν οὐσίαν ὑπερκύπτειν», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κύπτω «σκύβω»] …

    Dictionary of Greek

  • 42υπερφέρω — Α 1. περνώ κάτι πάνω από κάτι άλλο, μεταφέρω κάτι πάνω από κάτι άλλο («καὶ ὑπερενεγκόντες τὸν Λευκαδίων ἰσθμὸν τὰς ναῡς», Θουκ.) 2. μεταφυτεύομαι 3. εξέχω, προεξέχω, βρίσκομαι πιο ψηλά από κάτι («ἡ σελήνη φεύγει τὴν Στύγα μικρὸν ὑπερφέρουσα»,… …

    Dictionary of Greek

  • 43χάρμη — ἡ, Α 1. σφοδρή επιθυμία, ορμή για μάχη 2. μάχη, αγώνας («ἐπεὶ προκαλέσσατο χάρμῃ», Ομ. Ιλ.) 3. επιτυχία, ευτυχία 4. επιδορατίδα 5. στον πληθ. αἱ χάρμαι οι χαρές τής μάχης, οι νίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαρ τού ρ. χαίρω* + κατάλ. μη (πρβλ. γνώ μη, φή …

    Dictionary of Greek

  • 44χαρία — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ.) του νομού Ηλείας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.) και βρίσκεται BA του Πύργου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ.), στην πρώην επαρχία Οιτύλου, του νομού Λακωνίας. Υπάγεται… …

    Dictionary of Greek

  • 45εξέχω — εξείχα (μόνο στον ενεστ. και πρτ.), αμτβ. 1. υψώνομαι πάνω από όσα είναι γύρω μου, είμαι ψηλότερος, προεξέχω, προβάλλω: Η καμινάδα εξέχει στην ταράτσα. 2. είμαι έξω από τη γραμμή: Ο ένας ώμος του εξέχει. 3. μτφ., διακρίνομαι μεταξύ άλλων για την… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)