προεξέχω

  • 31προκρεμμανύω — Α 1. κρεμώ μπροστά («προκρεμαννύειν σάκκους», Αιν. Τακτ.) 2. παθ. προκρέμαμαι κρέμομαι προς τα εμπρός, προεξέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κρεμαννύω «κρεμώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 32προκύπτω — ΝΜΑ σκύβω προς τα έξω, προβάλλω το κεφάλι μου για να δω (α. «προέκυπτον διά τού παραθύρου», Παπαδ. β. «προκύπτειν διά τινων ὀπῶν», Δίων) νεοελλ. 1. προέρχομαι, απορρέω, ανακύπτω («από αυτή τη δουλειά μάς προέκυψε ζημιά») 2. (ως τριτοπρόσ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 33προπίπτω — ΝΑ πέφτω προς τα εμπρός, κλίνω, γέρνω προς τα εμπρός («προπεσόντες ἔρεσσον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (για ικέτη) πέφτω μπροστά στα πόδια κάποιου 2. πέφτω πρώτος στο πεδίο τής μάχης 3. ορμώ προς τα εμπρός, φέρομαι ορμητικά προς τα εμπρός 4. (για ποταμούς …

    Dictionary of Greek

  • 34προσυπερέχω — Α [ὑπερέχω] εξέχω, προεξέχω πέρα από κάτι …

    Dictionary of Greek

  • 35προσχηματίζω — ΝΜΑ νεοελλ. σχηματίζω εκ τών προτέρων νεοελλ. μσν. μέσ. προσχηματίζομαι μεταχειρίζομαι ως πρόσχημα, προφασίζομαι αρχ. παθ. (για αιμορροΐδες) προεξέχω, βγαίνω έξω …

    Dictionary of Greek

  • 36προτείνω — ΝΜΑ [τείνω] 1. τείνω κάτι προς τα εμπρός, προβάλλω, προτάσσω («προτείνω το χέρι» β. «καθιζομένη δ ἐπί... γόνασι τοῡ Σκύθου, τὼ πόδε πρότεινον, ἵν ὑπολύσω», Αριστοφ.) 2. μτφ. κάνω πρόταση, υποβάλλω γνώμη, ευχή, αίτηση, επιθυμία ή υποδεικνύω ένα… …

    Dictionary of Greek

  • 37προχέω — και ποιητ. τ. προχεύω, ΜΑ [χέω, χεύω] χύνω, εκβάλλω προς τα εμπρός (α. «αἷμα προχυθέν», Δίων Κάσσ. β. «σπονδὰς προχέαντες», Ηρόδ. γ. «προχέειν ῥόον εἰς ἅλα δῑαν», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. μτφ. α) (για πλήθος ανθρώπων) ξεχύνομαι, καλύπτω έκταση («ἐς… …

    Dictionary of Greek

  • 38προϊάπτω — Α 1. στέλνω κάποιον πρόωρα στον κάτω κόσμο («πολλὰς δ ἰφθίμους ψυχὰς Ἄιδι προΐαψεν ἡρώων», Ομ. Ιλ.) 2. ασχολούμαι 3. εξέχω προς τα εμπρός, προεξέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἰάπτω «κατευθύνω, στέλλω, εξακοντίζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 39υπερακρίζω — Α υπερβαίνω, υπερπηδώ («τειχία ὑπερακρίζειν», Ξεν.) 2. προεξέχω, ξεπερνώ στο ύψος («ἢ τῶνδε δόμων ὑπερακρίζει», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ακρίζω (< ἄκρη). Το ρ. απαντά κυρίως σύνθ. και σπανίως ως απλό] …

    Dictionary of Greek

  • 40υπερανίσταμαι — ΜΑ στέκομαι ψηλότερα από τους άλλους, προεξέχω πάνω από τους άλλους (α. «ὑψηλὰ φρονήματα ὑπερανεστηκότα τῶν γηΐνων», Βασ. β. «χωρία ὑψηλὰ καὶ ὑπερανεστηκότα», Λουκιαν.) μσν. υπερέχω, υπερτερώ («θνητῶν φύσεων ὑπερανεστηκός», Αρέθ.) αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek