προεξέχω
21ξεθρέω — (Μ) εξέχω, προεξέχω …
22παρακαταβαίνω — Α 1. (για ιππείς) κατεβαίνω από το άλογο για να πολεμήσω πεζός, αφιππεύω, ξεκαβαλικεύω 2. αποβιβάζομαι από πλοίο 3. προεξέχω στα πλάγια («πήχεις δύο παρακαταβαίνων ἐπὶ τὴν στέγην», Αθήν.) …
23προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …
24προΐσχω — Α 1. (για παιδιά που έπαιζαν το παιχνίδι ποσίνδα) κρατώ προς τα εμπρός 2. μέσ. προΐσχομαι α) τεντώνω προς τα εμπρός κάτι για υπεράσπισή μου («χεῑρας προϊσχομένους», Θουκ.) β) κρατώ ενώπιον κάποιου γ) προεξέχω δ) μτφ. προφασίζομαι («καὶ ξυγγένειαν …
25προέχω — ΝΜΑ προὔχω Α 1. εξέχω προς τα εμπρός, προεξέχω («ἀκτὴ προέχουσα ἐς τὸν πόντον», Ηρόδ.) 2. μτφ. είμαι ανώτερος, υπερέχω («ἱστορέων δὲ εὕρισκε Λακεδαιμονίους καὶ Ἀθηναίους προέχοντας, τοὺς μὲν τοῡ Δωρικοῡ γένους, τοὺς δὲ τοῡ Ἰωνικοῡ», Ηρόδ.) 3. (το …
26προανίσχω — Α 1. προεξέχω 2. σηκώνομαι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνίσχω, άλλος τ. τού ἀνέχω] …
27προεκβάλλω — ΝΑ νεοελλ. 1. προεκτείνω, προβάλλω 2. (αμτβ.) προεκτείνομαι, προεξέχω αρχ. 1. εκβάλλω, ρίχνω έξω κάτι προηγουμένως («τὸ καλούμενον πώλιον αἱ ἵπποι προεκβάλλουσι πρὸ τοῡ πώλου», Αριστοτ.) 2. εξάγω κάτι από κάτι άλλο, αφού τό συνθλίψω… …
28προεμβάλλω — ΜΑ [ἐμβάλλω] 1. εμβάλλω, ρίχνω ή τοποθετώ προηγουμένως κάτι μέσα σε κάτι άλλο (α. «προεμβάλλει τε εἰς τὴν ὀπὴν τοὺς πόδας», Παυσ. β. «προεμβάλλουσι λίθον εἰς τὸν πυθμένα τοῡ βόθρου», Γεωπ.) 2. προνοώ ώστε κάτι να τοποθετηθεί ανάμεσα σε άλλα αρχ.… …
29προεξίσταμαι — Α προεξέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξίσταμαι «εξέχω»] …
30προεξοχή — η, Ν 1. καθετί που προεξέχει από ένα σώμα σε σχέση με την υπόλοιπη επιφάνειά του (α. «σε μια προεξοχή τού βράχου» β. «η προεξοχή τού γείσου») 2. φρ. «ηλιακές προεξοχές», μακριές δομές σαν ταινίες που φαίνεται να προεξέχουν στο χείλος τού ηλιακού… …