προεξέχω

  • 11εκβαίνω — και βγαίνω (AM ἐκβαίνω) 1. εξέρχομαι, βγαίνω έξω από κάπου («πέτρης ἐκβαίνοντα», Ιλ.) 2. απολήγω, καταλήγω, καταντώ 3. φρ. «ἐκβαίνω τὰ ὅρια», «ἐκβαίνω τῶν ὁρίων» ξεπερνάω τα όρια τού ανεκτού ή τού επιτρεπτού μσν. (για νερό) αναβλύζω αρχ. μσν.… …

    Dictionary of Greek

  • 12εκπετάζω — ἐκπετάζω (Μ) 1. πετώ, ίπταμαι 2. ορμώ 3. (για τα χέρια) απλώνω («τὰς χεῑρας ἐκπετάσας») 4. (για εξώστη) προεξέχω, προβάλλω …

    Dictionary of Greek

  • 13εξίσχω — ἐξίσχω (Α) 1. εκτείνω («ἔξω δ ἐξίσχει κεφαλὰς δεινοῑο βερέθρου», Ομ. Οδ.) 2. προεξέχω («ἐξίσχοντες ὀφθαλμοί», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ίσχω, παραλλ. τ. τού έχω] …

    Dictionary of Greek

  • 14εξανέχω — ἐξανέχω (Α) [ανέχω] 1. κρατώ ψηλά από κάτι 2. (συνηθέστ. αμτβ.) ανυψώνομαι, προεξέχω («στήλην Ἀφαρπίου ἐξανέχουσαν τύμβον», Θεόκρ.) 2. μέσ. (με μτχ.) ανέχομαι, υπομένω («οὐ γὰρ ἐξηνέσχετο ἰδών», Αριστοφ.) …

    Dictionary of Greek

  • 15εξερείπω — ἐξερείπω (Α) [ερείπω] 1. κόβω 2. πέφτω στη γη («ὡς δ ὅθ ὑπὸ πληγῆς πατρὸς Διὸς ἐξερίπῃ δρῡς», Ομ. Ιλ.) 3. προβάλλω, προεξέχω («ᾖ ἐξήριπε τὸ κάτηγμα», Ιπποκρ.) …

    Dictionary of Greek

  • 16επανίστημι — (AM έπανίστημι Μ και ἐπανιστώ) [ίστημι] παθ. επανίσταμαι γίνομαι αντίπαλος, εξεγείρομαι εναντίον κάποιου, επαναστατώ («καὶ πρῶτον μὲν τῷ δήμῳ ἐπανέστησαν», Θουκ.) μσν. καθιστώ αρχ. 1. ανεγείρω εκ νέου 2. ξεσηκώνω, κινώ σε στάση εναντίον κάποιου… …

    Dictionary of Greek

  • 17επιθρώσκω — ἐπιθρῲσκω (Α) 1. πηδώ επάνω, ανεβαίνω κάπου με πήδημα («νηὸς ἐπιθρῲσκων», Ομ. Ιλ.). 2. πηδώ πάνω σε κάτι δείχνοντας έλλειψη σεβασμού («τύμβῳ ἐπιθρῴσκων Μενελάου», Ομ. Ιλ.) 3. (για άλογο) υπερπηδώ, πηδώ πάνω από μια έκταση 4. (για βράχο) προεξέχω… …

    Dictionary of Greek

  • 18κατεκνεύω — (Μ) κρέμομαι από πάνω, επικρέμαμαι, προεξέχω από πάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐκ νεύω με τη σημασία «κλίνω προς τα κάτω, πέφτω»] …

    Dictionary of Greek

  • 19κολώνη — κολώνη, ἡ (Α) 1. ύψωμα, λόφος ή η κορυφή του (α. «ἔστι δέ τις προπάροιθε πόλιος αἰπεῖα κολώνη», Ομ. Ιλ. β. «μέσσαι δ ἐνθα καὶ ἔνθα δύο ἀνέχουσι κολῶναι», Δίον. Περ.) 2. τύμβος («ὁρῶ κολώνης ἐξ ἄκρας νεορρύτους πηγὰς γάλακτος», Σοφ.) 3. τόπος… …

    Dictionary of Greek

  • 20κρόσσαι — κρόσσαι, αἱ (Α) 1. οι επάλξεις τών τειχών και τών πύργων («κρόσσας μὲν πύργων ἔρυον, καὶ ἔρειπον ἐπάλξεις», Ομ. Ιλ.) 2. βαθμίδες, σκαλοπάτια («ἐποιήθη δὲ ὧδε αὕτη ἡ πυραμίς, ἀναβαθμῶν τρόπον, τὰς μετεξέτεροι κρόσσας, οἱ δὲ βωμίδας ὀνομάζουσι»,… …

    Dictionary of Greek