προειρηνεύω
1προειρηνεύω — Α 1. επιφέρω ειρήνη προηγουμένως 2. καθησυχάζω, καταπραΰνω κάποιον εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰρηνεύω «φέρνω την ειρήνη, συμφιλιώνω»] …
2προειρηνεύσαντα — προειρηνεύω pacify beforehand aor part act neut nom/voc/acc pl προειρηνεύω pacify beforehand aor part act masc acc sg …
3προειρηνεύσας — προειρηνεύσᾱς , προειρηνεύω pacify beforehand aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …