προεγείρω
1προεγείρω — ΜΑ μσν. σηκώνω κάποιον από το τραπέζι προτού τελειώσει το γεύμα αρχ. 1. ξυπνώ, σηκώνω κάποιον προηγουμένως («προεγείρειν ἑαυτούς», Αριστοτ.) 2. (με γεν.) επαγρυπνώ για κάτι 3. (στον παρακμ. ως αμτβ.) προεγρήγορα εξακολουθώ να είμαι σε εγρήγορση.… …
2προεγερθέντα — προεγείρω wake up before aor part pass neut nom/voc/acc pl προεγερθέντα , προεγείρω wake up before aor part pass masc acc sg …
3προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …
4προεγερθῆναι — προεγείρω wake up before aor inf pass …
5προεγείραντες — προεγείρω wake up before aor part act masc nom/voc pl …
6προεγείρεσθαι — προεγείρω wake up before pres inf mp …
7προεγείρονται — προεγείρω wake up before pres ind mp 3rd pl …
8προεγρηγορέναι — προεγείρω wake up before perf inf act …
9προεγρηγορότας — προεγείρω wake up before perf part act masc acc pl …
10προεγρηγορότι — προεγείρω wake up before perf part act masc/neut dat sg …
- 1
- 2