προγρᾰφή
1προγραφή — public notice fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2προγραφή — η, ΝΜΑ [προγράφω] 1. (αττ. δίκ.) η δημόσια αναγραφή τής καταδίκης φυγοδίκου και η εκποίηση τής περιουσίας του με δημοπρασία 2. (στη Ρώμη) η εξόντωση, συνήθως πολιτικών αντιπάλων, χωρίς δίκη και με μόνη την ανάρτηση καταλόγου τών ονομάτων τους… …
3προγραφῇ — προγράφω write before aor subj pass 3rd sg προγραφή public notice fem dat sg (attic epic ionic) …
4προγραφή — η 1. πράξη και αποτέλεσμα του προγράφω. 2. δίωξη, καταδίκη πολιτικών αντιπάλων …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5προγραφαῖς — προγραφή public notice fem dat pl …
6προγραφαί — προγραφή public notice fem nom/voc pl …
7προγραφῆς — προγραφή public notice fem gen sg (attic epic ionic) …
8προγραφήν — προγραφή public notice fem acc sg (attic epic ionic) …
9προγραφῶν — προγραφή public notice fem gen pl …
10προγράφιον — τὸ, Α [προγραφή] 1. υποκορ. τού προγραφή 2. το έγγραφο με το οποίο γίνεται η προγραφή …
- 1
- 2