προγενεῖς

  • 1προγενεῖς — προγενής born before masc/fem acc pl προγενής born before masc/fem nom/voc pl (attic epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2προγενής — ές, Α 1. ο γεννημένος πρωτύτερα 2. (κατ επέκτ.) παλαιός, αρχαίος, πανάρχαιος («ὦ γῆς Θήβης ἄστυ πατρῷον καὶ θεοὶ προγενεῑς, ἄγομαι δὴ κοὐκέτι μέλλων», Σοφ.) 3. προηγούμενος 4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ προγενεῑς οι παλαιότεροι άνθρωποι, αυτοί… …

    Dictionary of Greek