προβούλευμα
1προβούλευμα — preliminary decree of the senate neut nom/voc/acc sg …
2προβούλευμα — το, ΝΑ [προβουλεύω] (στην αρχ. Αθήνα και στο αττ. δίκ.) προκαταρκτική απόφαση ή διάταξη ή σχέδιο νόμου το οποίο μετά από την επιψήφιση τής εκκλησίας τού δήμου επικυρωνόταν και καθίστατο βούλευμα, απόφαση νεοελλ. (κατά την προϊσχύσασα ποιν. δικ.)… …
3προβούλευμα — το, ατος πράξη του εισαγγελέα πρωτοδικών με την οποία απορρίπτει μήνυση ως αβάσιμη κατά το νόμο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4προβούλευμ' — προβούλευμα , προβούλευμα preliminary decree of the senate neut nom/voc/acc sg …
5Пробулевма — (προβούλευμα). Афинские законы требовали, чтобы каждый вопрос, подлежавший решению народного собрания, предварительно был рассмотрен советом 500 (булэ), который должен был высказать о нем свое мнение. Такое предварительное определение совета… …
6προβουλευμάτια — προβούλευμα preliminary decree of the senate neut nom/voc/acc pl προβουλευμάτιον neut nom/voc/acc pl …
7προβουλεύμασιν — προβούλευμα preliminary decree of the senate neut dat pl …
8προβουλεύματα — προβούλευμα preliminary decree of the senate neut nom/voc/acc pl …
9προβουλεύματος — προβούλευμα preliminary decree of the senate neut gen sg …
10προβουλεύω — ΝΑ, αιολ. τ. προβολλεύω Α νεοελλ. (η μετχ. παθ. παρακμ.) προβεβουλευμένος, η, ο προσχεδιασμένος, προμελετημένος αρχ. 1. σκέπτομαι ή αποφασίζω κάτι εκ τών προτέρων 2. (στην Αθήνα και για τη βουλή) κρίνω και αποφασίζω προκαταρκτικώς, αποφαίνομαι με …