προβουλεύω
81προβεβουλευμένος — η, ο, Ν βλ. προβουλεύω …
82προβεβουλευμένως — Α επίρρ. εκ προμελέτης, προσχεδιασμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβεβουλευμένος, μτχ. παρακμ. τού προβουλεύω] …
83προβολλεύω — Α (αιολ. τ.) βλ. προβουλεύω …
84προβουλεία — ἡ, Α [προβουλεύω] το αξίωμα τού προβούλου …
85προβουλευτής — ὁ, Μ [προβουλεύω] αυτός που προηγουμένως σκέπτεται, κρίνει ή αποφασίζει …
86προβούλευμα — το, ΝΑ [προβουλεύω] (στην αρχ. Αθήνα και στο αττ. δίκ.) προκαταρκτική απόφαση ή διάταξη ή σχέδιο νόμου το οποίο μετά από την επιψήφιση τής εκκλησίας τού δήμου επικυρωνόταν και καθίστατο βούλευμα, απόφαση νεοελλ. (κατά την προϊσχύσασα ποιν. δικ.)… …
87προβούλευσις — εύσεως ἡ, Α [προβουλεύω] προηγούμενη σκέψη, προηγούμενη απόφαση …
88προβεβουλευμένως — premeditatedly indeclform (adverb) προβουλεύω contrive perf part mp masc acc pl (doric) …
89προεβουλευσάμην — προβουλεύω contrive aor ind mid 1st sg …
90προεβουλεύετο — προβουλεύω contrive imperf ind mp 3rd sg …