προβλής
1προβλής — thrown forward masc/fem nom sg …
2προβλής — ῆτος, ὁ, ἡ, ΜΑ βλ. προβλήτα …
3προβλῆσι — προβλής thrown forward masc/fem dat pl …
4προβλῆσιν — προβλής thrown forward masc/fem dat pl …
5προβλῆτα — προβλής thrown forward masc/fem acc sg …
6προβλῆτας — προβλής thrown forward masc/fem acc pl …
7προβλῆτες — προβλής thrown forward masc/fem nom/voc pl …
8προβλῆτι — προβλής thrown forward masc/fem dat sg προβλῆτις fem voc sg …
9προβλῆτος — προβλής thrown forward masc/fem gen sg …
10προβλήτα — η / προβλής, ῆτος, ὁ, ἡ, Ν ΜΑ, τ. θηλ. προβλῆτις Α νεοελλ. 1. κάθε φυσική ή τεχνητή προεκβολή τής ξηράς η οποία εισχωρεί σε θάλασσα, λίμνη ή ποταμό και χρησιμεύει κυρίως για τη διευκόλυνση πλευρίσματος τών πλοίων, μόλος 2. φρ. «πλωτή προβλήτα»… …
Страницы
- 1
- 2