προβατεών
1προβατεών — sheep pen masc nom/voc sg …
2προβατεών — ώνος, ὁ, Α βλ. προβατών …
3προβατέων — προβατεύς masc gen pl προβατέω̆ν , προβατεύς masc gen pl …
4προβατεῶνος — προβατεών sheep pen masc gen sg …
5προβατών — και προβατεών, και προβατιών, ῶνος, ό, Α μάνδρα προβάτων, μαντρί, στάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον / προβάτιον + κατάλ. εών / ών (πρβλ. βοσκ εών)] …