προβάτειον
1προβάτειον — of a sheep neut nom/voc/acc sg προβάτειος of a sheep masc acc sg προβάτειος of a sheep neut nom/voc/acc sg …
2προβατείοις — προβάτειον of a sheep neut dat pl προβάτειος of a sheep masc/neut dat pl …
3προβατείου — προβάτειον of a sheep neut gen sg προβάτειος of a sheep masc/neut gen sg …
4προβατείων — προβάτειον of a sheep neut gen pl προβάτειος of a sheep fem gen pl προβάτειος of a sheep masc/neut gen pl …
5προβατείῳ — προβάτειον of a sheep neut dat sg προβάτειος of a sheep masc/neut dat sg …
6προβάτεια — προβάτειον of a sheep neut nom/voc/acc pl προβάτειος of a sheep neut nom/voc/acc pl …
7προβάτειος — α, ο / προβάτειος, εία, ον, θηλ. και ος, ΝΑ [πρόβατον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο, προβατήσιος αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. ἡ προβάτειος το φυτό θρούμπι, η θύμβρη* 2. το ουδ. ως ουσ. τό προβάτειον το φυτό αρνόγλωσσο …