προβάλλω το
1προβάλλω — προβάλλω, πρόβαλα και προέβαλα βλ. πίν. 146 Σημειώσεις: προβάλλω : με την έννοια → εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, χρησιμοποιείται μόνο ο τύπος πρόβαλα του αορίστου …
2προβάλλω — throw pres subj act 1st sg προβάλλω throw pres ind act 1st sg …
3προβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. βάζω, απλώνω κάτι εμπρός, εκτείνω ή ρίχνω προς τα εμπρός (α. «πρόβαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και μέ φώναξε» β. «τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε», Ηρόδ.) 2. (το ενεργ. και, στην αρχαία, και το μέσ.) προτείνω ως επιχείρημα για… …
4προβάλλω — πρόβαλα, προβλήθηκα 1. βγάζω μπροστά, σπρώχνω κάτι προς τα εμπρός: Πρόβαλε το κεφάλι απ το παράθυρο. 2. εμφανίζω, δείχνω με προβολή: Ο ομιλητής θα προβάλει και σχετική ταινία πάνω στο θέμα της ομιλίας του. 3. μτφ., προτείνω, αντιλέγω: Πρόβαλε… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5προβάλησθε — προβάλλω throw aor subj mp 2nd pl προβάλλω throw aor subj act 2nd pl (epic) προβά̱λησθε , προβάλλω throw aor subj mid 2nd pl (doric) προβά̱λησθε , προβάλλω throw aor subj act 2nd pl (epic doric) …
6προβάλῃ — προβάλλω throw aor subj mp 2nd sg προβάλλω throw aor subj act 3rd sg προβά̱λῃ , προβάλλω throw aor subj mid 2nd sg (doric) προβά̱λῃ , προβάλλω throw aor subj act 3rd sg (doric) …
7προβαλοῦσιν — προβάλλω throw aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προβάλλω throw fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) προβάλλω throw fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …
8προβεβλημένα — προβάλλω throw perf part mp neut nom/voc/acc pl (epic) προβεβλημένᾱ , προβάλλω throw perf part mp fem nom/voc/acc dual (epic) προβεβλημένᾱ , προβάλλω throw perf part mp fem nom/voc sg (epic doric aeolic) …
9προβάλετε — προβάλλω throw aor imperat act 2nd pl προβά̱λετε , προβάλλω throw aor subj act 2nd pl (epic doric) προβάλλω throw aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …
10προβάλλεσθε — προβάλλω throw pres imperat mp 2nd pl προβάλλω throw pres ind mp 2nd pl προβάλλω throw imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …