προανατρέχω

  • 1προανατρέχω — Α τρέχω μπροστά προς την κατεύθυνση κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνατρέχω με τη σημ. «αναζητώ, ανιχνεύω»] …

    Dictionary of Greek