προαλίζω
1προαλίζω — Α προαθροίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἁλίζω «συνάγω, συναθροίζω»] …
2προαλίζοντι — προαλίζω pres part act masc/neut dat sg προαλίζω pres ind act 3rd pl (doric) …
3προαλίσαντας — προαλίζω aor part act masc acc pl …
4προαλίσαντες — προαλίζω aor part act masc nom/voc pl …