προαισθάνομαι
1προαισθάνομαι — προαισθάνομαι, προαισθάνθηκα βλ. πίν. 82 …
2προαισθάνομαι — ΝΑ αισθάνομαι κάτι το οποίο πρόκειται να συμβεί, το προβλέπω προτού να γίνει αντιληπτό από τους άλλους ή πριν να εκδηλωθεί, διαισθάνομαι …
3προαισθάνομαι — προαισθάνθηκα, αντιλαμβάνομαι, νιώθω από πριν πως θα γίνει κάτι, προβλέπω: Τα ζώα λέγεται ότι προαισθάνονται το σεισμό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4προαισθομένων — προαισθάνομαι perceive aor part mid fem gen pl προαισθομένων , προαισθάνομαι perceive aor part mid masc/neut gen pl προαισθομένων , προαισθάνομαι perceive pres part mp fem gen pl (attic) προαισθομένων , προαισθάνομαι perceive pres part mp masc/n …
5προαισθόμενον — προαισθάνομαι perceive aor part mid masc acc sg προαισθόμενον , προαισθάνομαι perceive aor part mid neut nom/voc/acc sg προαισθόμενον , προαισθάνομαι perceive pres part mp masc acc sg (attic) προαισθόμενον , προαισθάνομαι perceive pres part mp n …
6προαίσθῃ — προαισθάνομαι perceive aor subj mid 2nd sg προαίσθῃ , προαισθάνομαι perceive pres subj mp 2nd sg (attic) προαίσθῃ , προαισθάνομαι perceive pres ind mp 2nd sg (attic) …
7οττεύομαι — ὀττεύομαι (Α) 1. μαντεύω από κάποιο προφητικό ήχο ή φωνή («ὀττεύεσθαι ταῑς τούτων κληδόσι», Πλούτ.) 2. προαισθάνομαι, προμαντεύω κάτι («τὸ μέλλον ὀττευσάμενοι», Πολ.) 3. (με απρμφ.) προαισθάνομαι ότι, προβλέπω ότι, προλέγω ότι 4. θεωρώ κάτι ως… …
8προαίσθηση — Στην παρακανονική φαινομενολογία, ειδική περίπτωση εξωαισθητικής αντίληψης και συγκεκριμένα εκείνη όπου η διαίσθηση έχει ως αντικείμενο ένα γεγονός, που δεν έχει συμβεί ακόμα όταν γίνεται αντιληπτό. Το φαινόμενο, που είναι ένα από τα σπανιότερα… …
9προαισθανομένων — προαισθάνομαι perceive pres part mid fem gen pl προαισθανομένων , προαισθάνομαι perceive pres part mid masc/neut gen pl …
10προαισθανόμενον — προαισθάνομαι perceive pres part mid masc acc sg προαισθανόμενον , προαισθάνομαι perceive pres part mid neut nom/voc/acc sg …