1προέψω — Α 1. μαγειρεύω προηγουμένως 2. βράζω νερό εκ των προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἔψω «βράζω, ψήνω»] …
Dictionary of Greek
2προέψημα — τὸ, Α [προέψω] νόστιμο φαγητό …
Dictionary of Greek
3προέψησις — ήσεως, ἡ, Α [προέψω] προηγούμενο βράσιμο ή μαγείρεμα …
Dictionary of Greek