πριάμῳ
1Πριάμω — Πρίαμος priam masc nom/voc/acc dual Πρίαμος priam masc gen sg (doric aeolic) …
2Πριάμῳ — Πρίαμος priam masc dat sg …
3Πριάμωι — Πριάμῳ , Πρίαμος priam masc dat sg …
4επιμηνίω — ἐπιμηνίω (Α) οργίζομαι εναντίον κάποιου («ἀεὶ γὰρ Πριάμῳ ἐπεμήνιε δίῳ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μηνίω «οργίζομαι» (< μήνις, «οργή»)] …