πριόνωτος
1πριονωτός — ή, ό / πριονωτός, ή, όν, ΝΑ αυτός που έχει οδοντωτές εγκοπές όπως το πριόνι, οδοντωτός νεοελλ. φρ. «πριονωτή τάση» (ηλεκτρον.) μορφή ηλεκτρικής τάσης, δηλαδή διαφοράς δυναμικού, η οποία λαμβάνεται κατά τις διαδοχικές φορτίσεις και εκφορτίσεις… …
2πριονωτός — ή, ό αυτός που έχει εγκοπές σαν πριόνι: Τα φύλλα της μουριάς είναι πριονωτά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3πριονωτά — πριονωτός made like a saw neut nom/voc/acc pl πριονωτά̱ , πριονωτός made like a saw fem nom/voc/acc dual πριονωτά̱ , πριονωτός made like a saw fem nom/voc sg (doric aeolic) …
4πριονωτόν — πριονωτός made like a saw masc acc sg πριονωτός made like a saw neut nom/voc/acc sg …
5πριονωτῇ — πριονωτός made like a saw fem dat sg (attic epic ionic) …
6πριονωτή — πριονωτός made like a saw fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
7πριονιστός — ή, ό, Ν [πριονίζω] 1. αυτός που κόπηκε ή κατασκευάστηκε με πριόνι 2. αυτός που έχει οδοντωτές εγκοπές όπως το πριόνι, πριονωτός. επίρρ... πριονιστά Ν με πριονισμό …
8πριονώδης — ῶδες, Α [πρίων, ονος) πριονοειδής, πριονωτός («τόδε κατὰ τὰς πτέρυγας αὐταῑς πεποίκιλται λευκῷ πριονώδεσι σχήμασι», Κλύτ.). επίρρ... πριονωδῶς Α με πριονοειδή τρόπο, οδοντωτά …
9πριστός — ή, ό / πριστός, ή, όν, ΝΑ 1. κομμένος με πριόνι, πριονιστός, πριονισμένος 2. όμοιος με πριόνι, οδοντωτός, πριονωτός αρχ. 1. (σχετικά με μάρμαρο) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να πριονίσει 2. φρ. «πριστὸς ἐλέφας» στιλβωμένο ελεφάντινο οστό,… …
10σβανάς — ο, Ν 1. το δρεπάνι 2. (ιδιωμ.) πριονωτός σουγιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. σλαβ. προέλευσης] …