πρηΰνω
1πρηύνω — πρηΰνω , πραύνοος of gentle mind masc/fem/neut nom/voc/acc dual (ionic) πρηύ̱νω , πραύνω make soft aor subj act 1st sg (ionic) πρηύ̱νω , πραύνω make soft pres subj act 1st sg (ionic) πρηύ̱νω , πραύνω make soft pres ind act 1st sg (ionic) πρηύ̱νω …
2πρηΰνω — Α ιων. τ. βλ. πραΰνω …
3καταπρηΰνω — (Α) ιων. τ. τού καταπραΰνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πρηΰνω (ιων. τ. τού πραΰνω «καθησυχάζω»)] …
4πραΰνω — ΝΑ, πρααίνω Ν, ιων. τ. πρηΰνω Α [πράος / πραΰς] καταπραΰνω, κατευνάζω, μαλακώνω, χαλαρώνω, καθησυχάζω αρχ. 1. (σχετικά με ζώα) εξημερώνω 2. παθ. πραΰνομαι ησυχάζω, κοιμάμαι …