πρηστήριος

  • 1πρηστήριος — ον, ΜΑ [πρηστήρ] αυτός που καίει ή αστράφτει σαν τον κεραυνό. επίρρ... πρηστηρίως Α με καύση …

    Dictionary of Greek

  • 2πρηστηριώδης — ῶδες, Μ [πρηστήριος] αυτός που συνοδεύεται από κεραυνό («πρηστηριώδης ἀστραπή», Γερ. Κων/πόλεως) …

    Dictionary of Greek