πρην-ής
1Panagia Chalkeon — Die Kirche Panagia Chalkeon (griechisch Παναγία των Χαλκέων Panagia ton Chalkeon, Jungfrau der Kupferschmiede) in Thessaloniki, ist eine byzantinische Kirche aus dem 11. Jahrhundert. Die am Dikastirion Platz nördlich der Egnatia Straße im… …
2ζυγηδόν — (Α ζυγηδόν) επίρρ. κατά ζεύγη, ανά δύο, ζευγαρωτά νεοελλ. ως γυμναστικό παράγγελμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + κατάλ. τροπικών επιρρ. ηδόν (πρβλ. βουστροφ ηδόν, πρην ηδόν)] …
3ζωηδόν — ζῳηδόν (Α) επίρρ. κατά τον τρόπο, κατά τις έξεις τών ζώων, σαν τα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)·(ΙΙ)* + επιρρ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βουστροφ ηδόν, πρην ηδόν)] …
4θυσανηδόν — (Α) επίρρ. σαν θύσανος, σαν φούντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + κατάλ. ηδόν (πρβλ. βουστροφ ηδόν, πρην ηδόν)] …
5καυληδόν — (Α) επίρρ. 1. όπως ο καυλός, σαν τον βλαστό 2. είδος κατάγματος οστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλός «βλαστός» + επιρρηματική κατάλ. ηδόν, δηλωτική τού τρόπου (πρβλ. βου στροφ ηδόν, πρην ηδόν)] …
6κλοτσηδόν — επίρρ. 1. με κλοτσιές, κλοτσώντας 2. μτφ. με άσχημο ή βάναυσο τρόπο («τόν πέταξε έξω κλοτσηδόν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλοτσιά + επιρρμ. κατάλ. ηδόν, δηλωτική τού τρόπου, πρβλ. βουστροφ ηδόν, πρην ηδόν] …
7κυκληδόν — (Α) επίρρ. κυκλικά, με κύκλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. αγελ ηδόν, πρην ηδόν)] …