πρημνάς
1πρημνάς — και πρημάς, άδος, ἡ, Α είδος θύννου, τού ψαριού τόννος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. απαντά με διάφορες μορφές: πρημνάς, πρημάς, πρήμη, πρήμνη, πριμαδία, πριμάς, χωρίς να μπορεί να εξακριβωθεί ούτε η αρχαιότητα ούτε η ορθότητά τους] …
2πρημνάδας — πρημνάς tunny fish fem acc pl …
3πρημνάδων — πρημνάς tunny fish fem gen pl …
4πρήμη — και πρήμνη, ἡ, Α (κατά τον Φώτ. και κατά τον Ησύχ.) πρημνάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πρημνάς] …
5πριμαδία — ἡ, Α είδος θύννου, πρημνάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πρημνάς] …
6πρημαδίη — ἡ, Α ονομασία ποικιλίας ελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. πιθ. αποτελεί παρ. ενός αμάρτυρου *πρημάς, άδος (με επίθημα άς που απαντά και σε άλλες συγγενείς νοηματικώς λ., πρβλ. ἐριν άς, ἰσχ άς, κατιν άς). Η σύνδεση τής λ. με τον τ. πρημνάς*… …
7πριμάς — (I) άδος, ἡ, Α (δ. γρφ.) βλ. πρημνάς. (II) ὁ, Α ο πρωτεύων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. primas, ātis «πρωτεύων»] …