πρηκτός

  • 1πρηκτός — ή, όν, Α ιων. τ. βλ. πρακτός …

    Dictionary of Greek

  • 2πρακτός — και ιων. τ. πρηκτός, ή, όν, Α [πράττω] 1. αυτός που είναι δυνατόν να γίνει, εφικτός 2. αυτός που μπορεί να τον διαβεί κανείς, διαβατός 3. αυτός που μπορεί κανείς να τόν εισπράξει 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πρακτά πράγματα τα οποία είναι σωστό… …

    Dictionary of Greek