πρείγα

  • 1πρείγα — ἡ, Α γερουσία, συνέλευση πρεσβυτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πρέσβυς] …

    Dictionary of Greek

  • 2πρέσβυς — εως, ο, ΝΜΑ, πρέσβης Ν, τ. γεν. εος και κρητ. δωρ. τ. πρέσγυς και κρητ. τ. πρεῑγυς, Α 1. πρεσβευτής 2. (στην αρχαιότητα) έκτακτος απεσταλμένος μιας ελληνικής πόλης προς άλλη, ο οποίος, ως αντιπρόσωπος τών αρχόντων τής πατρίδας του και τών… …

    Dictionary of Greek