πρεσβυγενής
1πρεσβυγενής — first born masc/fem nom sg …
2πρεσβυγενής — ές, ΝΑ αυτός που γεννήθηκε πρώτος, πρωτότοκος, πρεσβύτερος στην ηλικία αρχ. 1. παλαιός, προγενέστερος, πανάρχαιος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ πρεσβυγενεῑς (λακων. τ.) οι γέροντες. [ΕΤΥΜΟΛ. πρέσβυς + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ.… …
3πρεσβυγενῆ — πρεσβυγενής first born neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πρεσβυγενής first born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πρεσβυγενής first born masc/fem acc sg (attic epic doric) …
4πρεσβυγενεστέρων — πρεσβυγενής first born fem gen comp pl πρεσβυγενής first born masc/neut gen comp pl …
5πρεσβυγενεῖ — πρεσβυγενής first born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πρεσβυγενής first born masc/fem/neut dat sg …
6πρεσβυγενεῖς — πρεσβυγενής first born masc/fem acc pl πρεσβυγενής first born masc/fem nom/voc pl (attic epic) …
7πρεσβυγενές — πρεσβυγενής first born masc/fem voc sg πρεσβυγενής first born neut nom/voc/acc sg …
8πρεσβυγενέας — πρεσβυγενής first born masc/fem acc pl (epic ionic) …
9γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …
10πρεσβυγένεθλος — ον, Α πρεσβυγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς + γένεθλος (< γένεθλον), πρβλ. αριστο γένεθλος] …
- 1
- 2